- καμουφλάζ
- το(λ. γαλλ.), άκλ., η εξωτερική μεταμόρφωση θέσης ή αντικειμένου για παραπλάνηση κυρίως του εχθρού σε καιρό πολέμου: Είχε τέλειο καμουφλάζ και δεν τον είδαν οι αντάρτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.