καμουφλάζ

καμουφλάζ
το
(λ. γαλλ.), άκλ., η εξωτερική μεταμόρφωση θέσης ή αντικειμένου για παραπλάνηση κυρίως του εχθρού σε καιρό πολέμου: Είχε τέλειο καμουφλάζ και δεν τον είδαν οι αντάρτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμουφλάζ — και καμουφλάρισμα, το η κατά τη διάρκεια πολέμου εξωτερική μεταμόρφωση μιας θέσεως ή ενός αντικειμένου, π.χ. χαρακωμάτων, πλοίων, πυροβόλων, στρατιωτικών εγκαταστάσεων κ.λπ., με σκοπό την απόκρυψή τους και την παραπλάνηση τού εχθρού, η παραλλαγή …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”